εβραίικος

εβραίικος
-η, -ο
επίρρ.
1. εβραϊκός (βλ. λ.).
2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εβραίικα η εβραϊκή γλώσσα ή η συνοικία των Εβραίων ή η περιοχή των εβραϊκών καταστημάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εβραίικος — η, ο 1. εβραϊκός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Εβραίικα α) η εβραϊκή γλώσσα β) η εβραϊκή θρησκεία γ) η συνοικία ή τα καταστήματα τών Εβραίων 3. φρ. «εβραίικα παζάρια» επίμονες διαπραγματεύσεις για την τιμή ενός εμπορεύματος …   Dictionary of Greek

  • λογαριασμός — ο (AM λογαριασμός) [λογαριάζω] μέτρημα, αρίθμηση, υπολογισμός, εκτέλεση αριθμητικών πράξεων («έκανα λάθος στον λογαριασμό») νεοελλ. 1. πίνακας, κατάλογος εσόδων ή εξόδων ή οφειλών («ο λογαριασμός τής ΔΕΗ») 2.(οικον.) κάθε πίνακας ή διάγραμμα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”